πολιτικολόγος

πολιτικολόγος
[политикологос] ουσ. а. политикан,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πολιτικολόγος" в других словарях:

  • πολιτικολόγος — ο, η αυτός που πολιτικολογεί: Τούτος είναι ο πολιτικολόγος του χωριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιτικολόγος — ο, η, Ν αυτός που πολιτικολογεί, που συζητά διαρκώς για πολιτικά ζητήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + λόγος*. Η λ., στον πληθ. πολιτικολόγοι μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • πολιτικολογία — η, Ν αδιάκοπη και συχνά άσκοπη και ατελέσφορη συζήτηση γύρω από πολιτικά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πολιτικολογώ — έω, Ν μιλώ διαρκώς για πολιτική, μού αρέσει η πολιτικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»